Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsàssone
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈsassone], [sasˈsone] Σάξονας sàssone επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈsassone], [sasˈsone] σαξονικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |