Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sàssone  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsassone], [sasˈsone]

Σάξονας

sàssone  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈsassone], [sasˈsone]

σαξονικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sassolino sassoso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sasso (ουσ αρσ )
sassofonista (ουσ αρσ και θηλ.)
sassofono (ουσ αρσ )
sassola (θηλ.ουσ)
sassolino (ουσ αρσ )
sassone (ουσ αρσ και θηλ.)
sassone (επίθ.)
sassoso (επίθ.)
satana (ουσ αρσ )
satanasso (ουσ αρσ )
satanico (αρσ. επίθ και ουσ)
satanismo (ουσ αρσ )
satellitare (επίθ.)
satellite (ουσ αρσ )
satellitismo (ουσ αρσ )
satellizzare (ρ. μτβ.)
satellizzazione (θηλ.ουσ)
satin (ουσ αρσ )
satinare (ρ. μτβ.)
satinato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---