Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsatànico
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [saˈtaniko] 1 διαβολεμένος 2 δαιμονικός 3 σατανικός 4 διαβολικός 5 παγκάκιστος 6 καταχθόνιος 7 μεφιστοφελικός 8 εωσφορικός 9 παμπόνηρος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |