Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsassóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [sasˈsoso], [sasˈsozo] 1 γεμάτος βότσαλα 2 σκεπασμένος με χαλίκια 3 βραχώδης 4 πετρώδης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |