Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sassàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sasˈsata]

πετριά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sassarese sassatile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sassaia (θηλ.ουσ)
sassaiola (θηλ.ουσ)
sassaiolo (επίθ.)
sassarese (ουσ αρσ )
sassarese (επίθ.)
sassata (θηλ.ουσ)
sassatile (επίθ.)
sassella (ουσ αρσ )
sassello (ουσ αρσ )
sasseo (επίθ.)
sasseto (ουσ αρσ )
sassifraga (θηλ.ουσ)
sasso (ουσ αρσ )
sassofonista (ουσ αρσ και θηλ.)
sassofono (ουσ αρσ )
sassola (θηλ.ουσ)
sassolino (ουσ αρσ )
sassone (ουσ αρσ και θηλ.)
sassone (επίθ.)
sassoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---