Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sàrtia, sartìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsartja], [sarˈtia]

1 παλαμάρι
2 χοντρό σκοινί ή παλαμάρι
3 σκοινί πανιού
4 (al plurale: ((sartie))) ξάρτια, ξάρτια στήριξης ιστού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sarta sartiame  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sarmatico (επίθ.)
Sarmazia (κύρ.όν. θηλ.)
sarong (ουσ αρσ )
saros (ουσ αρσ )
sarta (θηλ.ουσ)
sartia (θηλ.ουσ)
sartiame (ουσ αρσ )
sartiare (ρ. μτβ.)
sartina (θηλ.ουσ)
sartiola (θηλ.ουσ)
sarto (ουσ αρσ )
sartoria (θηλ.ουσ)
sartoriale (επίθ.)
sartorio (αρσ. επίθ και ουσ)
sassafrasso (ουσ αρσ )
sassaia (θηλ.ουσ)
sassaiola (θηλ.ουσ)
sassaiolo (επίθ.)
sassarese (ουσ αρσ )
sassarese (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---