ItalianoGreco


sàrtia, sartìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsartja], [sarˈtia]

1 παλαμάρι
2 χοντρό σκοινί ή παλαμάρι
3 σκοινί πανιού
4 (al plurale: ((sartie))) ξάρτια, ξάρτια στήριξης ιστού


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---