Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsartiòla
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [sarˈtjɔla] 1 σκοινί πανιού 2 χοντρό σκοινί ή παλαμάρι 3 παλαμάρι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |