Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sardònico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sarˈdɔniko]

1 ειρωνικός
2 σαρδόνιος
3 χλευαστικός
4 σαρκαστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sardonicamente sargasso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sardo (ουσ αρσ )
sardo (επίθ.)
sardonia (θηλ.ουσ)
sardonica (θηλ.ουσ)
sardonicamente (επίρ.)
sardonico (επίθ.)
sargasso (ουσ αρσ )
sari (ουσ αρσ )
sariga (θηλ.ουσ)
sarmatico (ουσ αρσ )
sarmatico (επίθ.)
Sarmazia (κύρ.όν. θηλ.)
sarong (ουσ αρσ )
saros (ουσ αρσ )
sarta (θηλ.ουσ)
sartia (θηλ.ουσ)
sartiame (ουσ αρσ )
sartiare (ρ. μτβ.)
sartina (θηλ.ουσ)
sartiola (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---