Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sàrdo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsardo]

διάλεκτος της Σαρδηνίας

sàrdo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈsardo]

ο της Σαρδηνίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sardina sardonia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sardanapalo (ουσ αρσ )
Sardegna (θηλ.ουσ)
sardegnolo (επίθ.)
sardella (θηλ.ουσ)
sardina (θηλ.ουσ)
sardo (ουσ αρσ )
sardo (επίθ.)
sardonia (θηλ.ουσ)
sardonica (θηλ.ουσ)
sardonicamente (επίρ.)
sardonico (επίθ.)
sargasso (ουσ αρσ )
sari (ουσ αρσ )
sariga (θηλ.ουσ)
sarmatico (ουσ αρσ )
sarmatico (επίθ.)
Sarmazia (κύρ.όν. θηλ.)
sarong (ουσ αρσ )
saros (ουσ αρσ )
sarta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---