Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsarcolèmma
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [sarkoˈlɛmma] 1 ομογενής μεμβράνη ραβδωτού μυός 2 σαρκείλημμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |