Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sarcolèmma  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sarkoˈlɛmma]

1 ομογενής μεμβράνη ραβδωτού μυός
2 σαρκείλημμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sarcoidosi sarcoma  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sarchio (ουσ αρσ )
sarcofaga (θηλ.ουσ)
sarcofago (ουσ αρσ )
sarcoide (ουσ αρσ )
sarcoidosi (θηλ.ουσ)
sarcolemma (ουσ αρσ )
sarcoma (ουσ αρσ )
sarcomatosi (θηλ.ουσ)
sarcomatoso (αρσ. επίθ και ουσ)
sarcoplasma (ουσ αρσ )
sarcrauti (ουσ αρσ πληθ.)
sarda (θηλ.ουσ)
sardana (θηλ.ουσ)
sardanapalesco (επίθ.)
sardanapalo (ουσ αρσ )
Sardegna (θηλ.ουσ)
sardegnolo (επίθ.)
sardella (θηλ.ουσ)
sardina (θηλ.ουσ)
sardo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---