Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sarchiatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [sarkjaˈtore]

εργαλείο ξεβοτανίσματος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sarchiare sarchiatrice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Saragozza (κύρ.όν. θηλ.)
sarcasmo (ουσ αρσ )
sarcasticamente (επίρ.)
sarcastico (επίθ.)
sarchiare (ρ. μτβ.)
sarchiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sarchiatrice (θηλ.ουσ)
sarchiatura (θηλ.ουσ)
sarchiellare (ρ. μτβ.)
sarchiello (ουσ αρσ )
sarchio (ουσ αρσ )
sarcofaga (θηλ.ουσ)
sarcofago (ουσ αρσ )
sarcoide (ουσ αρσ )
sarcoidosi (θηλ.ουσ)
sarcolemma (ουσ αρσ )
sarcoma (ουσ αρσ )
sarcomatosi (θηλ.ουσ)
sarcomatoso (αρσ. επίθ και ουσ)
sarcoplasma (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---