Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sapròfago  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [saˈprɔfago]

1 σαπροβόρος
2 σαπροφάγος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sapotiglia saprofitismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

saporito (επίθ.)
saporosità (θηλ.ουσ)
saporoso (επίθ.)
sapota (θηλ.ουσ)
sapotiglia (θηλ.ουσ)
saprofago (επίθ.)
saprofitismo (ουσ αρσ )
saprofito (επίθ.)
sapropelico (επίθ.)
saputello (αρσ. επίθ και ουσ)
saputo (αρσ. επίθ και ουσ)
sarabanda (θηλ.ουσ)
saracco (ουσ αρσ )
saraceno (ουσ αρσ )
saraceno (επίθ.)
saracinesca (θηλ.ουσ)
sarago (ουσ αρσ )
Saragozza (κύρ.όν. θηλ.)
sarcasmo (ουσ αρσ )
sarcasticamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---