Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsaponóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [sapoˈnoso], [sapoˈnozo] 1 ελαιώδης 2 αλειμμένος με σαπούνι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |