Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sapóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [saˈpore]

η νοστιμάδα, η γεύση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  saporaccio saporire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

saponificio (ουσ αρσ )
saponina (θηλ.ουσ)
saponite (θηλ.ουσ)
saponoso (επίθ.)
saporaccio (ουσ αρσ )
sapore (ουσ αρσ )
saporire (ρ. μτβ.)
saporitamente (επίρ.)
saporito (επίθ.)
saporosità (θηλ.ουσ)
saporoso (επίθ.)
sapota (θηλ.ουσ)
sapotiglia (θηλ.ουσ)
saprofago (επίθ.)
saprofitismo (ουσ αρσ )
saprofito (επίθ.)
sapropelico (επίθ.)
saputello (αρσ. επίθ και ουσ)
saputo (αρσ. επίθ και ουσ)
sarabanda (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---