Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sagù (ουσ αρσ ) salàsso (ουσ αρσ )
sahariàna (θηλ.ουσ) salàta (θηλ.ουσ)
sahariàno (αρσ. επίθ και ουσ) salatìno (ουσ αρσ )
sahib (ουσ αρσ ) salàto (ουσ αρσ )
sàia (θηλ.ουσ) salàto (επίθ.)
sàio (ουσ αρσ ) salatóio (ουσ αρσ )
sakè (ουσ αρσ ) salatóre (ουσ αρσ )
sàla (θηλ.ουσ) salatùra (θηλ.ουσ)
salàce (επίθ.) salcìgno (επίθ.)
salacità (θηλ.ουσ) salciòlo (ουσ αρσ )
salagióne (θηλ.ουσ) sàlda (θηλ.ουσ)
salamàndra (θηλ.ουσ) saldàbile (επίθ.)
salàme (ουσ αρσ ) saldabilità (θηλ.ουσ)
salamelècco (ουσ αρσ ) saldaménte (επίρ.)
Salamìna (κύρ.όν. θηλ.) saldaménto (ουσ αρσ )
salamòia (θηλ.ουσ) saldàre (ρ. μτβ.)
salamoiàre (ρ. μτβ.) saldarsi (ρ.μ. (αντων.))
salàre (ρ. μτβ.) saldatìvo (επίθ.)
salariàle (επίθ.) saldàto (επίθ.)
salariàre (ρ. μτβ.) saldatóio (ουσ αρσ )
salariàto (ουσ αρσ ) saldatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
salariàto (επίθ.) saldatrìce (θηλ.ουσ)
salàrio (ουσ αρσ ) saldatùra (θηλ.ουσ)
salassàre (ρ. μτβ.) saldézza (θηλ.ουσ)
salassatùra (θηλ.ουσ) sàldo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: