Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rivisitàre (ρ. μτβ.) rivoltolarsi (ρ.μ. (αντων.))
rivìsta (θηλ.ουσ) rivoltolìo (ουσ αρσ )
rivistaiòlo (αρσ. επίθ και ουσ) rivoltolóne (ουσ αρσ )
rivìvere (ρ. μτβ. και αμετβ.) rivoltóso (ουσ αρσ )
rivivificàre (ρ. μτβ.) rivoltóso (επίθ.)
rìvo (ουσ αρσ ) rivoluzionàre (ρ. μτβ.)
rivogàre (ρ.αμτβ.) rivoluzionàrio (ουσ αρσ )
rivogàre (ρ. μτβ.) rivoluzionàrio (επίθ.)
rivolére (ρ. μτβ.) rivoluzionarìsmo (ουσ αρσ )
rivòlgere (ρ. μτβ.) rivoluzióne (θηλ.ουσ)
rivolgersi (ρ.μ. (αντων.)) rivulsióne (θηλ.ουσ)
rivolgiménto (ουσ αρσ ) rivuotàre (ρ. μτβ.)
rìvolo (ουσ αρσ ) rizòbio (ουσ αρσ )
rivòlta (θηλ.ουσ) rizocàrpico (επίθ.)
rivoltaménto (ουσ αρσ ) rizòide (ουσ αρσ )
rivoltànte (επίθ.) rizòma (ουσ αρσ )
rivoltàre (ρ. μτβ.) rizomatóso (επίθ.)
rivoltarsi (ρ.μ. (αντων.)) rizomòrfo (επίθ.)
rivoltàta (θηλ.ουσ) rizopòdio (ουσ αρσ )
rivoltàto (επίθ.) rìzza (θηλ.ουσ)
rivoltatùra (θηλ.ουσ) rizzàre (ρ. μτβ.)
rivoltèlla (θηλ.ουσ) rizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
rivoltellàta (θηλ.ουσ) (ουσ αρσ και θηλ.)
rivoltolaménto (ουσ αρσ ) roàno (ουσ αρσ )
rivoltolàre (ρ. μτβ.) roàno (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: