Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

produttóre (ουσ αρσ ) professionalménte (επίρ.)
produttóre (επίθ.) professióne (θηλ.ουσ)
produzióne (θηλ.ουσ) professionìsmo (ουσ αρσ )
proemiàle (επίθ.) professionìsta (ουσ αρσ )
proemiàre (ρ.αμτβ.) professionìstico (επίθ.)
proèmio (ουσ αρσ ) profèsso (αρσ. επίθ και ουσ)
pròf (ουσ αρσ και θηλ.) professoràle (επίθ.)
profanàre (ρ. μτβ.) professoràto (ουσ αρσ )
profanatóre (ουσ αρσ ) professóre (ουσ αρσ )
profanatóre (επίθ.) professoréssa (θηλ.ουσ)
profanazióne (θηλ.ουσ) profèta (ουσ αρσ )
profanità (θηλ.ουσ) profetéssa (θηλ.ουσ)
profàno (ουσ αρσ ) profètico (επίθ.)
profàno (επίθ.) profetìsmo (ουσ αρσ )
profàse (θηλ.ουσ) profetizzàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
profènda (θηλ.ουσ) profezìa (θηλ.ουσ)
proferìbile (επίθ.) profferìre (ρ. μτβ.)
proferiménto (ουσ αρσ ) proffèrta (θηλ.ουσ)
proferìre (ρ. μτβ.) proficuaménte (επίρ.)
proferirsi (ρ.μ. (αντων.)) profìcuo (επίθ.)
professànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) profilàre (ρ. μτβ.)
professàre (ρ. μτβ.) profilarsi (ρ.μ. (αντων.))
professarsi (ρ.μ. (αντων.)) profilàssi (θηλ.ουσ)
professionàle (επίθ.) profilàto (ουσ αρσ )
professionalità (θηλ.ουσ) profilàto (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: