Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

poggiòlo (ουσ αρσ ) polarizzatóre (επίθ.)
pòh (επιφ.) polarizzazióne (θηλ.ουσ)
pòi (επίρ.) polarografìa (θηλ.ουσ)
poiàna (θηλ.ουσ) polarògrafo (ουσ αρσ )
poiché (σύνδ.) polarogràmma (ουσ αρσ )
pointer (ουσ αρσ ) polaroid (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
pois (ουσ αρσ ) polaroide (ουσ αρσ )
poise (ουσ αρσ ) pòlca (θηλ.ουσ)
poker (ουσ αρσ ) polder (ουσ αρσ )
pokerìsta (ουσ αρσ και θηλ.) polemàrco (ουσ αρσ )
polàcca (θηλ.ουσ) polèmica (θηλ.ουσ)
polacchìno (ουσ αρσ ) polemicità (θηλ.ουσ)
polàcco (ουσ αρσ ) polèmico (επίθ.)
polàcco (επίθ.) polemìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
polàre (θηλ. επίθ και ουσ) polemizzàre (ρ.αμτβ.)
polarimetrìa (θηλ.ουσ) polemologìa (θηλ.ουσ)
polarimètrico (επίθ.) polemòlogo (ουσ αρσ )
polarìmetro (ουσ αρσ ) polèna (θηλ.ουσ)
polariscòpio (ουσ αρσ ) polènta (θηλ.ουσ)
polarità (θηλ.ουσ) polentàio (ουσ αρσ )
polarizzabilità (θηλ.ουσ) polentóne (ουσ αρσ )
polarizzàre (ρ. μτβ.) poleografìa (θηλ.ουσ)
polarizzarsi (ρ.μ. (αντων.)) POLFER (ακρ.)
polarizzàto (επίθ.) poliacrìlico (επίθ.)
polarizzatóre (ουσ αρσ ) poliambulatòrio (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: