Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


polentóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [polenˈtone]

1 αργοκίνητος άνθρωπος
2 Ιταλός του βορρά (πειρακτικά)
3 αρχιτεμπέλης
4 κρεμανταλάς
5 άχρηστος άνθρωπος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  polentaio poleografia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

polemologia (θηλ.ουσ)
polemologo (ουσ αρσ )
polena (θηλ.ουσ)
polenta (θηλ.ουσ)
polentaio (ουσ αρσ )
polentone (ουσ αρσ )
poleografia (θηλ.ουσ)
POLFER (ακρ.)
poliacrilico (επίθ.)
poliambulatorio (ουσ αρσ )
poliammide (θηλ.ουσ)
poliandria (θηλ.ουσ)
poliandro (επίθ.)
poliarchia (θηλ.ουσ)
poliarchico (επίθ.)
poliartrite (θηλ.ουσ)
poliatomico (επίθ.)
polibasico (επίθ.)
policarpico (επίθ.)
policentrico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---