Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


policàrpico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [poliˈkarpiko]

1 πολυκαρπικός
2 πολύκαρπος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  polibasico policentrico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

poliarchia (θηλ.ουσ)
poliarchico (επίθ.)
poliartrite (θηλ.ουσ)
poliatomico (επίθ.)
polibasico (επίθ.)
policarpico (επίθ.)
policentrico (επίθ.)
policentrismo (ουσ αρσ )
polichete (ουσ αρσ )
policiclico (επίθ.)
policitemia (θηλ.ουσ)
Policleto (ουσ αρσ )
policlinico (ουσ αρσ )
policromare (ρ. μτβ.)
policromatico (επίθ.)
policromia (θηλ.ουσ)
policromo (επίθ.)
polidattilia (θηλ.ουσ)
polidattilo (αρσ. επίθ και ουσ)
poliedricità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---