Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpolìcromo, policròmo
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [poˈlikromo], [poliˈkrɔmo] 1 πολύχρωμος 2 πολυχρωματικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |