Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpolìfago
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [poˈlifago] πολυφάγο ζώο polìfago επίθετο Προσφορά I.P.A.: [poˈlifago] 1 αδηφάγος 2 πολυφάγος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |