Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


polìfago  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [poˈlifago]

πολυφάγο ζώο

polìfago  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [poˈlifago]

1 αδηφάγος
2 πολυφάγος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  polifagia polifase  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

poliedro (ουσ αρσ )
poliestere (ουσ αρσ )
poliestesia (θηλ.ουσ)
polietere (ουσ αρσ )
polifagia (θηλ.ουσ)
polifago (ουσ αρσ )
polifago (επίθ.)
polifase (επίθ.)
polifemo (ουσ αρσ )
polifonia (θηλ.ουσ)
polifonico (επίθ.)
polifonismo (ουσ αρσ )
polifonista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
poligala (θηλ.ουσ)
poligamia (θηλ.ουσ)
poligamico (επίθ.)
poligamo (ουσ αρσ )
poligamo (επίθ.)
poligenesi (θηλ.ουσ)
poligenetico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---