Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


polifonìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [polifoˈnizmo]

πολυφωνισμός (μουσική)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  polifonico polifonista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

polifago (επίθ.)
polifase (επίθ.)
polifemo (ουσ αρσ )
polifonia (θηλ.ουσ)
polifonico (επίθ.)
polifonismo (ουσ αρσ )
polifonista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
poligala (θηλ.ουσ)
poligamia (θηλ.ουσ)
poligamico (επίθ.)
poligamo (ουσ αρσ )
poligamo (επίθ.)
poligenesi (θηλ.ουσ)
poligenetico (επίθ.)
poliginia (θηλ.ουσ)
poliglotta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
poliglottico (επίθ.)
poliglottismo (ουσ αρσ )
poligonale (επίθ.)
poligonazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---