Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


polìgamo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [poˈligamo]

οπαδός πολυγαμίας

polìgamo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [poˈligamo]

πολύγαμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  poligamico poligenesi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

polifonismo (ουσ αρσ )
polifonista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
poligala (θηλ.ουσ)
poligamia (θηλ.ουσ)
poligamico (επίθ.)
poligamo (ουσ αρσ )
poligamo (επίθ.)
poligenesi (θηλ.ουσ)
poligenetico (επίθ.)
poliginia (θηλ.ουσ)
poliglotta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
poliglottico (επίθ.)
poliglottismo (ουσ αρσ )
poligonale (επίθ.)
poligonazione (θηλ.ουσ)
poligono (ουσ αρσ )
poligrafare (ρ. μτβ.)
poligrafia (θηλ.ουσ)
poligrafico (ουσ αρσ )
poligrafico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---