Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpoligràfico
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [poliˈgrafiko] 1 τυπογράφος 2 τυπογραφείο poligràfico επίθετο Προσφορά I.P.A.: [poliˈgrafiko] 1 εκτυπωτικός 2 ο του πολυγράφου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |