Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpolimerizzàre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [polimeridˈdzare] πολυμερίζω polimerizzarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [polimeridˈdzarsi] πολυμερίζω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |