Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpolìgrafo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [poˈligrafo] 1 πολυγράφος συγγραφέας 2 πολύγραφος 3 όργανο πολλών καταγραφών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |