Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


polìgrafo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [poˈligrafo]

1 πολυγράφος συγγραφέας
2 πολύγραφος
3 όργανο πολλών καταγραφών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  poligrafico polimaterico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

poligono (ουσ αρσ )
poligrafare (ρ. μτβ.)
poligrafia (θηλ.ουσ)
poligrafico (ουσ αρσ )
poligrafico (επίθ.)
poligrafo (ουσ αρσ )
polimaterico (αρσ. επίθ και ουσ)
polimeria (θηλ.ουσ)
polimerico (επίθ.)
polimerismo (ουσ αρσ )
polimerizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
polimerizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
polimerizzazione (θηλ.ουσ)
polimero (ουσ αρσ )
polimero (επίθ.)
polimetria (θηλ.ουσ)
polimetrico (επίθ.)
polimetro (ουσ αρσ )
Polimnia (κύρ.όν. θηλ.)
polimorfico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---