Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpoliedricità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [poliedriʧiˈta] 1 πολυεδρική διαμόρφωση 2 πολυεδρικότητα 3 πολυπλοκότητα 4 πολύπλευρη κατάσταση 5 πολλαπλή χρησιμότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |