Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


policitemìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [poliʧiteˈmia]

πολυκυτταραιμία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  policiclico Policleto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

policarpico (επίθ.)
policentrico (επίθ.)
policentrismo (ουσ αρσ )
polichete (ουσ αρσ )
policiclico (επίθ.)
policitemia (θηλ.ουσ)
Policleto (ουσ αρσ )
policlinico (ουσ αρσ )
policromare (ρ. μτβ.)
policromatico (επίθ.)
policromia (θηλ.ουσ)
policromo (επίθ.)
polidattilia (θηλ.ουσ)
polidattilo (αρσ. επίθ και ουσ)
poliedricità (θηλ.ουσ)
poliedrico (επίθ.)
poliedro (ουσ αρσ )
poliestere (ουσ αρσ )
poliestesia (θηλ.ουσ)
polietere (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---