Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpolentàio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [polenˈtajo] 1 αυτός που φτιάχνει γλυκό με σιμιγδάλι με κάστανο και καλαμπόκι 2 αυτός που του αρέσει το γλυκό με σιμιγδάλι - κάστανο και καλαμπόκι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |