Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpolemizzàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [polemidˈdzare] 1 διαφωνώ επιθετικά 2 συνεχίζω παρά τις αντιξοότητες διένεξη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |