Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


polemizzàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [polemidˈdzare]

1 διαφωνώ επιθετικά
2 συνεχίζω παρά τις αντιξοότητες διένεξη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  polemista polemologia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

polemarco (ουσ αρσ )
polemica (θηλ.ουσ)
polemicità (θηλ.ουσ)
polemico (επίθ.)
polemista (ουσ αρσ και θηλ.)
polemizzare (ρ.αμτβ.)
polemologia (θηλ.ουσ)
polemologo (ουσ αρσ )
polena (θηλ.ουσ)
polenta (θηλ.ουσ)
polentaio (ουσ αρσ )
polentone (ουσ αρσ )
poleografia (θηλ.ουσ)
POLFER (ακρ.)
poliacrilico (επίθ.)
poliambulatorio (ουσ αρσ )
poliammide (θηλ.ουσ)
poliandria (θηλ.ουσ)
poliandro (επίθ.)
poliarchia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---