Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


polemàrco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [poleˈmarko]

πολέμαρχος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  polder polemica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

polarogramma (ουσ αρσ )
polaroid (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
polaroide (ουσ αρσ )
polca (θηλ.ουσ)
polder (ουσ αρσ )
polemarco (ουσ αρσ )
polemica (θηλ.ουσ)
polemicità (θηλ.ουσ)
polemico (επίθ.)
polemista (ουσ αρσ και θηλ.)
polemizzare (ρ.αμτβ.)
polemologia (θηλ.ουσ)
polemologo (ουσ αρσ )
polena (θηλ.ουσ)
polenta (θηλ.ουσ)
polentaio (ουσ αρσ )
polentone (ουσ αρσ )
poleografia (θηλ.ουσ)
POLFER (ακρ.)
poliacrilico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---