Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


polemìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [poleˈmista]

1 ταραχοποιός
2 επιθετικός αντιρρησίας
3 πρόσωπο που επιζητεί φασαρία
4 αντιρρησίας
5 εκπαιδευμένος σε τέχνη διαφωνίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  polemico polemizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

polder (ουσ αρσ )
polemarco (ουσ αρσ )
polemica (θηλ.ουσ)
polemicità (θηλ.ουσ)
polemico (επίθ.)
polemista (ουσ αρσ και θηλ.)
polemizzare (ρ.αμτβ.)
polemologia (θηλ.ουσ)
polemologo (ουσ αρσ )
polena (θηλ.ουσ)
polenta (θηλ.ουσ)
polentaio (ουσ αρσ )
polentone (ουσ αρσ )
poleografia (θηλ.ουσ)
POLFER (ακρ.)
poliacrilico (επίθ.)
poliambulatorio (ουσ αρσ )
poliammide (θηλ.ουσ)
poliandria (θηλ.ουσ)
poliandro (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---