Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpolàcco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [poˈlakko] 1 (persona) ο Πολωνός, η Πολωνέζα 2 (lingua) τα πολωνικά polàcco επίθετο Προσφορά I.P.A.: [poˈlakko] πολωνικός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |