Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpolacchìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [polakˈkino] 1 παπούτσι με κορδόνια που δένουν ψηλά 2 μποτάκι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |