Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pois  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpwa]

1 βούλα (σε ύφασμα)
2 κουκκίδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pointer poise  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

poh (επιφ.)
poi (επίρ.)
poiana (θηλ.ουσ)
poiché (σύνδ.)
pointer (ουσ αρσ )
pois (ουσ αρσ )
poise (ουσ αρσ )
poker (ουσ αρσ )
pokerista (ουσ αρσ και θηλ.)
polacca (θηλ.ουσ)
polacchino (ουσ αρσ )
polacco (ουσ αρσ )
polacco (επίθ.)
polare (θηλ. επίθ και ουσ)
polarimetria (θηλ.ουσ)
polarimetrico (επίθ.)
polarimetro (ουσ αρσ )
polariscopio (ουσ αρσ )
polarità (θηλ.ουσ)
polarizzabilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---