Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pòi  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [ˈpɔj]

μετά, ύστερα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  poh poiana  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


d'ora in poi = από δω κι εμπρός | από τώρα και στο εξής | από τώρα και μετά || prima o poi = όπου νάναι


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

poggiata (θηλ.ουσ)
poggiatesta (ουσ αρσ )
poggio (ουσ αρσ )
poggiolo (ουσ αρσ )
poh (επιφ.)
poi (επίρ.)
poiana (θηλ.ουσ)
poiché (σύνδ.)
pointer (ουσ αρσ )
pois (ουσ αρσ )
poise (ουσ αρσ )
poker (ουσ αρσ )
pokerista (ουσ αρσ και θηλ.)
polacca (θηλ.ουσ)
polacchino (ουσ αρσ )
polacco (ουσ αρσ )
polacco (επίθ.)
polare (θηλ. επίθ και ουσ)
polarimetria (θηλ.ουσ)
polarimetrico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---