Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpòggio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈpɔdʤo] 1 λοφίσκος 2 στρογγυλός λοφίσκος 3 σωρός 4 λόφος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |