Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pòggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpɔdʤo]

1 λοφίσκος
2 στρογγυλός λοφίσκος
3 σωρός
4 λόφος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  poggiatesta poggiolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

poggiapiedi (ουσ αρσ )
poggiare (ρ.αμτβ.)
poggiare (ρ. μτβ.)
poggiata (θηλ.ουσ)
poggiatesta (ουσ αρσ )
poggio (ουσ αρσ )
poggiolo (ουσ αρσ )
poh (επιφ.)
poi (επίρ.)
poiana (θηλ.ουσ)
poiché (σύνδ.)
pointer (ουσ αρσ )
pois (ουσ αρσ )
poise (ουσ αρσ )
poker (ουσ αρσ )
pokerista (ουσ αρσ και θηλ.)
polacca (θηλ.ουσ)
polacchino (ουσ αρσ )
polacco (ουσ αρσ )
polacco (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---