Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


poggiàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [podˈʤare]

1 κινούμαι (στρατιωτικά)
2 γυρίζω προς την υπήνεμη πλευρά
3 βρίσκω καταφύγιο σε λιμάνι
4 ακουμπώ
5 στηρίζομαι
6 στέκομαι

poggiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [podˈʤare]

1 στηρίζω
2 βασίζω
3 ακουμπώ
4 υποστηρίζω
5 απιθώνω
6 αποθέτω
7 βάζω
8 τοποθετώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  poggiapiedi poggiata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

poetizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
poetucolo (ουσ αρσ )
poggia (θηλ.ουσ)
poggiacapo (ουσ αρσ )
poggiapiedi (ουσ αρσ )
poggiare (ρ.αμτβ.)
poggiare (ρ. μτβ.)
poggiata (θηλ.ουσ)
poggiatesta (ουσ αρσ )
poggio (ουσ αρσ )
poggiolo (ουσ αρσ )
poh (επιφ.)
poi (επίρ.)
poiana (θηλ.ουσ)
poiché (σύνδ.)
pointer (ουσ αρσ )
pois (ουσ αρσ )
poise (ουσ αρσ )
poker (ουσ αρσ )
pokerista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---