Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


polarimetrìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [polarimeˈtria]

πολωσιμετρία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  polare polarimetrico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

polacca (θηλ.ουσ)
polacchino (ουσ αρσ )
polacco (ουσ αρσ )
polacco (επίθ.)
polare (θηλ. επίθ και ουσ)
polarimetria (θηλ.ουσ)
polarimetrico (επίθ.)
polarimetro (ουσ αρσ )
polariscopio (ουσ αρσ )
polarità (θηλ.ουσ)
polarizzabilità (θηλ.ουσ)
polarizzare (ρ. μτβ.)
polarizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
polarizzato (επίθ.)
polarizzatore (ουσ αρσ )
polarizzatore (επίθ.)
polarizzazione (θηλ.ουσ)
polarografia (θηλ.ουσ)
polarografo (ουσ αρσ )
polarogramma (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---