Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpolarizzatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [polariddzaˈtore] 1 πολωτική διάταξη 2 πολωτής polarizzatóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [polariddzaˈtore] πολωτικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |