Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pastiche (ουσ αρσ ) pastóso (επίθ.)
pastificàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) pastràno (ουσ αρσ )
pastificazióne (θηλ.ουσ) pastùra (θηλ.ουσ)
pastifìcio (ουσ αρσ ) pasturàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
pastìglia (θηλ.ουσ) patàcca (θηλ.ουσ)
pastìna (θηλ.ουσ) pataccóne (ουσ αρσ )
pastinàca (θηλ.ουσ) patagóne (ουσ αρσ )
pàsto (ουσ αρσ ) patagóne (επίθ.)
pastòcchia (θηλ.ουσ) patapùm (επιφ.)
pastóia (θηλ.ουσ) patàta (θηλ.ουσ)
pastóne (ουσ αρσ ) patatàio (ουσ αρσ )
pastóra (θηλ.ουσ) pataticoltóre (ουσ αρσ )
pastoràle (ουσ αρσ ) pataticoltùra (θηλ.ουσ)
pastoràle (θηλ.ουσ) patatìna (θηλ. ουσ πληθ.)
pastoràle (επίθ.) patatràc (ουσ αρσ )
pastóre (ουσ αρσ ) patavìno (ουσ αρσ )
pastorèlla (θηλ.ουσ) patavìno (επίθ.)
pastorèllo (ουσ αρσ ) pàte (ουσ αρσ )
pastorìzia (θηλ.ουσ) patèlla (θηλ.ουσ)
pastorìzio (επίθ.) patèma (ουσ αρσ )
pastorizzàre (ρ. μτβ.) patèna (θηλ.ουσ)
pastorizzàto (επίθ.) patentàto (επίθ.)
pastorizzatóre (ουσ αρσ ) patènte (θηλ.ουσ)
pastorizzazióne (θηλ.ουσ) patènte (επίθ.)
pastosità (θηλ.ουσ) patentìno (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: