Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

parmènse (επίθ.) parossìsmo (ουσ αρσ )
parmigiàna (θηλ.ουσ) parossìstico (επίθ.)
parmigiàno (ουσ αρσ ) parossìtono (επίθ.)
parmigiàno (επίθ.) paròtide (θηλ.ουσ)
parnàsio (επίθ.) parotidèo (επίθ.)
parnàso (ουσ αρσ ) parotìte (θηλ.ουσ)
parnassianésimo (ουσ αρσ ) parquet (ουσ αρσ )
parnassiàno (αρσ. επίθ και ουσ) parricìda (ουσ αρσ )
parodìa (θηλ.ουσ) parricìda (επίθ.)
parodiàre (ρ. μτβ.) parricìdio (ουσ αρσ )
paròdico (επίθ.) parrocchétto (ουσ αρσ )
parodìsta (ουσ αρσ και θηλ.) parròcchia (θηλ.ουσ)
parodìstico (επίθ.) parrocchiàle (θηλ. επίθ και ουσ)
pàrodo (ουσ αρσ και θηλ.) parrocchialità (θηλ.ουσ)
paròla (θηλ.ουσ) parrocchiàno (ουσ αρσ )
parolàccia (θηλ.ουσ) pàrroco (ουσ αρσ )
parolàio (ουσ αρσ ) parrùcca (θηλ.ουσ)
parolàio (επίθ.) parruccàio (ουσ αρσ )
parole (θηλ.ουσ) parrucchièra (θηλ.ουσ)
parolière (ουσ αρσ ) parrucchière (ουσ αρσ )
parolóna (θηλ.ουσ) parrucchìno (ουσ αρσ )
parolone (ουσ αρσ ) parruccóne (ουσ αρσ )
paronichìa, paronìchia (θηλ.ουσ) parsec (ουσ αρσ )
paronìmico (επίθ.) parsimònia (θηλ.ουσ)
parònimo (ουσ αρσ ) parsimonióso (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: