Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόparrocchialità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [parrokkjaliˈta] 1 στενοκεφαλιά 2 τοπικισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |