Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


parruccóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [parrukˈkone]

απαρχαιωμένος άνθρωπος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  parrucchino parsec  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

parrucca (θηλ.ουσ)
parruccaio (ουσ αρσ )
parrucchiera (θηλ.ουσ)
parrucchiere (ουσ αρσ )
parrucchino (ουσ αρσ )
parruccone (ουσ αρσ )
parsec (ουσ αρσ )
parsimonia (θηλ.ουσ)
parsimonioso (επίθ.)
partaccia (θηλ.ουσ)
parte (θηλ.ουσ)
partecipabile (επίθ.)
partecipante (ουσ αρσ )
partecipante (επίθ.)
partecipare (ρ.αμτβ.)
partecipare (ρ. μτβ.)
partecipazione (θηλ.ουσ)
partecipe (επίθ.)
parteggiare (ρ.αμτβ.)
partenio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---