Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


partecipàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [parteʧiˈpare]

συμμετέχω

partecipàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [parteʧiˈpare]

1 πληροφορώ
2 αναφέρω
3 γνωστοποιώ
4 κοινοποιώ
5 ανακοινώνω
6 αναγγέλνω
7 ειδοποιώ
8 παραχωρώ
9 παρέχω
10 χορηγώ
11 ενημερώνω
12 δίνω
13 μεταβιβάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  partecipante partecipazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

partaccia (θηλ.ουσ)
parte (θηλ.ουσ)
partecipabile (επίθ.)
partecipante (ουσ αρσ )
partecipante (επίθ.)
partecipare (ρ.αμτβ.)
partecipare (ρ. μτβ.)
partecipazione (θηλ.ουσ)
partecipe (επίθ.)
parteggiare (ρ.αμτβ.)
partenio (ουσ αρσ )
partenogenesi (θηλ.ουσ)
partenogenetico (επίθ.)
Partenone (ουσ αρσ )
partenopeo (ουσ αρσ )
partenopeo (επίθ.)
partente (ουσ αρσ )
partente (επίθ.)
partenza (θηλ.ουσ)
parterre (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---