Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpartènte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [parˈtɛnte] άνθρωπος που αναχωρεί partènte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [parˈtɛnte] αναχωρών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |