Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


partènte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [parˈtɛnte]

άνθρωπος που αναχωρεί

partènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [parˈtɛnte]

αναχωρών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  partenopeo partenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

partenogenesi (θηλ.ουσ)
partenogenetico (επίθ.)
Partenone (ουσ αρσ )
partenopeo (ουσ αρσ )
partenopeo (επίθ.)
partente (ουσ αρσ )
partente (επίθ.)
partenza (θηλ.ουσ)
parterre (ουσ αρσ )
particella (θηλ.ουσ)
participiale (επίθ.)
participio (ουσ αρσ )
particola (θηλ.ουσ)
particolare (ουσ αρσ )
particolare (επίθ.)
particolareggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
particolareggiato (επίθ.)
particolarismo (ουσ αρσ )
particolarista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
particolaristico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---