ItalianoGreco


particolarìsta  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [partikolaˈrista]

οπαδός τάσης απλοποίησης κοινωνικών φαινομένων


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z