Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


partigiàno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [partiˈʤano]

ο παρτιζάνος

partigiàno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [partiˈʤano]

1 μεροληπτικός
2 χαριστικός
3 κομματικός
4 φατριαστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  partigianesco partire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

particolaristico (επίθ.)
particolarità (θηλ.ουσ)
particolarmente (επίρ.)
partigianeria (θηλ.ουσ)
partigianesco (επίθ.)
partigiano (ουσ αρσ )
partigiano (επίθ.)
partire (ρ.αμτβ.)
partire (ρ. μτβ.)
partirsi (ρ.μ. (αντων.))
partita (θηλ.ουσ)
partitario (ουσ αρσ )
partitico (επίθ.)
partitismo (ουσ αρσ )
partitissima (θηλ.ουσ)
partitivo (αρσ. επίθ και ουσ)
partito (ουσ αρσ )
partito (επίθ.)
partitocratico (επίθ.)
partitocrazia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---