Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


partìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [parˈtire]

φεύγω, αναχωρώ

partìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [parˈtire]

1 μοιράζω
2 διαιρώ
3 χωρίζω

partirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [parˈtirsi]

1 απέρχομαι
2 αποτραβιέμαι
3 φεύγω
4 απομακρύνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  partigiano partita  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

particolarmente (επίρ.)
partigianeria (θηλ.ουσ)
partigianesco (επίθ.)
partigiano (ουσ αρσ )
partigiano (επίθ.)
partire (ρ.αμτβ.)
partire (ρ. μτβ.)
partirsi (ρ.μ. (αντων.))
partita (θηλ.ουσ)
partitario (ουσ αρσ )
partitico (επίθ.)
partitismo (ουσ αρσ )
partitissima (θηλ.ουσ)
partitivo (αρσ. επίθ και ουσ)
partito (ουσ αρσ )
partito (επίθ.)
partitocratico (επίθ.)
partitocrazia (θηλ.ουσ)
partitone (ουσ αρσ )
partitore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---