ItalianoGreco


partìto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [parˈtito]

το κόμμα

partìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [parˈtito]

που έχει χωριστεί σε τμήματα (για θυρεούς)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


un partito [αρσ.] di destra = ένα κόμμα της δεξιάς



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---